- κωμομισθωτής
- κωμο-μισθωτής, οῦ, ὁ,A official of a
κώμη
who leases out land,PTeb.
183 (ii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κώμη
who leases out land,PTeb.
183 (ii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κωμομισθωτής — κωμομισθωτής, ὁ (Α) υπάλληλος που ήταν εντεταλμένος για την εκμίσθωση κτημάτων τής κώμης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κώμη + μισθωτής (μισθοῦμαι), πρβλ. ιματιο μισθωτής, υπο μισθωτής] … Dictionary of Greek
κώμη — Ονομασία έξι οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 720 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μαντινείας του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στο βόρειο άκρο του νομού, 43 χλμ. ΒΔ της Τρίπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λεβιδίου. 2. Ημιορεινός οικισμός… … Dictionary of Greek